συνεπικοινωνώ

συνεπικοινωνώ
-έω, Μ [ἐπικοινωνῶ]
μετέχω σε κάτι μαζί με κάτι άλλο («κἄν συνεπικοινωνῶσι τῷ ἥπατι τοῡ πάθους oἱ νεφροί», Ακτουάρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”